Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

«Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω μάτι…

Στην αρχή σ’ έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού –
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.

Έρχεσαι να πικραίνεις τον πρωινό καφέ
ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τερας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δεν θ’ απομείνει τίποτε.
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι η χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλλους
οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο»

Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ


Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορεις!
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου
πάνω στον ασβέστη από το ατέρμονο φιλι
να βγάλεις έναν αιώνα·
με θόλο γιά την ομορφιά
και την αντήχηση όπου
σου φέρνουν οι άγγελοι μες στο πανέρι
τη δρόσο από τούς κόπους σου όλο φρούτα στρογγύλά
και κόκκινα·
τη στενοχώρια σου
γεμάτη πλήκτρα που κτυπούν μεταλλικά στον άνεμο
ή σωλήνες ορθούς που τους φυσάς καθως αρμόνιο
και βλέπεις να συνάζονται τα δέντρα σου όλ
δάφνες και λεύκες οι μικρές και μεγάλες
Μαρίες που κανείς πάρεξ εσύ δεν άγγιξες·


όλα μια στιγμή όλα η μονη σου
αστραπή για πάντα.
Η άμμο που έπαιξες όπως με η ζωή σου η Τύχη
και τα στέφανα που άλλαξε με την παντοτινή σου
άγνωστη ο καιρός ο ανίσχυρος
εχθρός αν έχεις κατορθώσει
μια για πάντα ολόισα ν' ατενίσεις το φως
είναι η μια στιγμή
σθεναρή πάνω απ τα βάραθρα.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ


Κληρονόμησα από τον πατέρα μου μια βαθιά θλίψη για το γεγονός ότι θα έπρεπε κάποτε να εγκαταλέιψω αυτό τον κόσμο.Έμαθα να συλλογίζομαι βραδιές σαν αυτές που δε θα τις ξαναζήσω πια! Αλλά κληρονόμησα επίσης ένα μάτι για το πόσο ωραία είναι η ζωή.....Τωρα τα καταλαβαίνω όλα.Μόλις τώρα η ψυχή και το σώμα μου καταλαβαίνουν τι θα πει να μην υπάρχεις..... Οργίζομαι όταν σκέφτομαι ότι μια μέρα θα χαθώ και θα είμαι απών όχι 1-2 βδομάδες όχι 4 ή 400 χρόνια αλλά εις τους αιώνες των αιώνων.Αισθάνομαι σαν να έχω πέσει θύμα αστείου ή φάρσας, επειδή αρχικά ήρθαν και μου είπαν : " Ιδού ένας ολόκληρος κόσμος όπου μπορείς να ξεφαντώσεις.Έδώ είναι η κουδουνίστρα σου, εδώ είναι το τρενάκι σου εδώ το σχολείο όπου θα πάς το φθινόπωρο." Για να μου πουν ύστερα " Την πάτησες Πρωτάπριλιά, Πρωταπριλιά!" Και να μου πάρουν από τα χέρια όλο τον κόσμο........[..]...Αντίκρισα κατάματα το διάβολο. Αλλά δε θα τον αφήσω να έχει την τελευταία λέξη. Θα αποστρέψω το βλέμμα μου από το Κακό πριν καταφέρει να με εξουσιάσει. Αποφασίζω υπέρ της ζωής. Αποφασίζω για την τζουρίτσα του αγαθού που μου χαλαλίζουν και ίσως υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Καλος ή Καλη. [..]
Ξέρω ότι υπάρχει το Κακό, επειδή άκουσα την τρίτη φράση από τη Σονάτα Του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν. Αλλά ξέρω ότι υπάρχει και το Καλό.
Ξέρω ότι ανάμεσα στους δυο γκρεμόυς ανθίζει ένα όμορφο λουλούδι από όπου θα βγει και θα πετάξει μια ζωηρή αγριομέλλισα. [...]

Διέξοδος....

Όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι, και όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ.
Γιατί λοιπόν να φοβάμαι το θάνατο? (Επίκουρος)

Από τη στιγμή που γεννηθήκαμε, αρχίζει ο θάνατός μας. (Στωικοί)

«Οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι»,
(Όσοι φιλοσοφούν σωστά δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να μελετούν πώς θα πεθάνουν) και
όταν θα ‘ρθει η ώρα να πεθάνουν, δε φοβούνται το θάνατο, γιατί ήταν σωστή η πορεία τους και η σχέση τους, η πορεία τους σε όλη τους τη ζωή και η σχέση τους με το φαινόμενο του θανάτου." (Πλάτων)

Η ψυχή είναι αθάνατη. Προϋπήρχε πριν άπό τη γέννησή μας στον κόσμο των ιδεών και γνώρισε εκεί όλα όσα εμείς θα γνωρίσουμε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Νοσταλγεί αυτόν τον κόσμο, τον τέλειο κόσμο των ιδεών και για το λόγο τούτο οφείλει να προετοιμαστεί γι' αυτό το ταξίδι. Ο θάνατος είναι αυτό το ταξίδι, του γυρισμού, και η φιλοσοφία είναι η προετοιμασία του. (πλατωνική θεωρια)

Το να μη γεννηθείς είναι ίσο προς τον θάνατο (Ευριπίδης)
(Και άρα αξίζει να ζείς...)

Όνειρο ήτανε...

Ο ουρανός ανάβει τα φώτα
τίποτα πια δεν θα 'ναι όπως πρώτα
Ξημέρωσε πάλι

Ξυπνάω στο φως τα μάτια ανοίγω για λίγο νεκρός χαμένος για λίγο
Ξημέρωσε πάλι

Κι έχεις χαθεί μαζί με τον ύπνο μαζί με του ονείρου τον πολύχρωμο κύκνο
Μην ξημερώνεις ουρανέ

Άδεια η ψυχή μου το δωμάτιο άδειο κι από τo όνειρό μου ακούω καθάριο
Το λυγμό σου να λέει όνειρο ήτανε, όνειρο ήτανε

Θα ξαναρθείς μόλις νυχτώσει
και τ' όνειρο πάλι την αλήθεια θα σώσει
Θα 'μαι κοντά σου

Μόνο εκεί σε βλέπω καλή μου
εκεί ζυγώνεις κι ακουμπάς τη ψυχή μου
Με τα φτερά σου

Μα το πρωί χάνεσαι φεύγεις ανοίγω τα μάτια κι αμέσως πεθαίνεις
Μην ξημερώνεις ουρανέ

Άδεια η ψυχή μου...

*

Τ' αστέρια δε χαθήκανε,
δεν έσβησε το φεγγάρι...

Κι αν χάνονταν..?
Αν η νύχτα ανενόχλητη έσπερνε το σκοτάδι της κάτω από κάθε φύλλωμα και κάθε κόκκινο ρόδο πνιγόταν στη βαθιά της θάλασσα..?
Όλα θα ταν πιο ευάλωτα..


Βρέθηκε σε εκείνον το γνώριμο τόπο ύστερα από αρκετό καιρό,
τα πάντα ήταν σκοτεινά , το θρόισμα της ανάσας, γέμιζε τις σκέψεις..
Μα δε χρειάστηκε και πολύ για να θυμηθεί.. Το τραχύ δάπεδο σίγουρα θα είχε ματώσει τα χέρια της που έτρεμαν... Και είχε πιστέψει, είχε νιώσει ότι εκείνος ο τόπος θα έμενε για αρκετό καιρό έρημος.. Ότι το κλειδί ήταν από καιρό χαμένο...
Ήταν μόνη..?
Όχι, δεν ήταν.. Οι σκέψεις της τη συνόδευαν, δεν παρέλειπαν να παρατηρούν κάθε της κίνηση.. Από εκείνες δεν μπορούσε να ξεφύγει..
Μα σε ποιόν να τις πει? σε ποιόν να τις δώσει για να τις καταστρέψει, δίχως να γεννηθούν άλλες, παρόμοιες?
Σε ποιόν ευχόταν τέτοια μοίρα, εξαντλημένη από δανεικά προβλήματα?
Σε ποιόν θα....
Μια λάμψη διέκοψε τις σκέψεις της, μια μικρή αραχνοϋφαντη λάμψη..
Ένα αστέρι, μικρό ασθενικό αστέρι.. Ξεπεσμένο, στα δικά της χέρια..
Του μίλησε..
και όσο του μιλούσε, όσο άνοιγε την καρδιά της, τόσο έλαμπε εκείνο, τόσο φώτιζε τα δάκρυα της και με τις αχτίδες του τα έπαιρνε μέσα του..
Αλλά ξαφνικά έσπασε.. Έσπασε και εκείνο όπως είχε σπάσει εκείνη πριν από λίγο..
Δεν άντεξε μόνο του τόσες σκέψεις..
Το σκοτάδι την αιφνιδίασε.. Έψαξε για τη λάμψη του αστεριού ΄ξανά και ξανά αλλά μάταια.. Ώσπου κοίταξε πάνω, σε αυτό που νόμιζε ουρανό..
και χιλιάδες μικρά αστεράκια φάνηκαν.. Δειλά και σταδιακά, γέμισαν τα μάτια της...
και το έδαφος από κάτω της, άρχισε να θυμίζει μετάξι...